- πολυθέλγητρος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει πολλά θέλγητρα, πολλή γοητεία, πολλή χάρη («πολυθέλγητρη νύμφη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + θέλγητρο (< θέλγω «γοητεύω, μαγεύω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Γρ. Μ. Ροδόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυθέλγητρος — η, ο αυτός που έχει πολλά θέλγητρα, πολλές χάρες: Πολυθέλγητρη γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek